ισοτέλεια

ισοτέλεια
η (ΑΜ ἰσοτέλεια) [ισοτελής]
1. το να καταβάλλει κάποιος στο δημόσιο τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι
2. η ιδιότητα τού ισοτελούς μετοίκου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοτελείᾳ — ἰσοτελείᾱͅ , ἰσοτέλεια condition of an fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοτέλεια — condition of an fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοτέλεια — η 1. ισότητα φόρων και δασμών. 2. ισότητα μπροστά στο νόμο. 3. ισοδυναμία, ίση αξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοτέλειαι — ἰσοτέλεια condition of an fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοτέλειαν — ἰσοτέλεια condition of an fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Isotèle — Isotélie En Grèce antique, l’isotélie (du grec ancien ἰσοτέλεια / isoteleia) est un privilège accordé par décret aux étrangers dans les cités grecques, les assimilant aux citoyens en matière d’impôt. Elle n est bien connue qu à Athènes. À Athènes …   Wikipédia en Français

  • Isotélie — En Grèce antique, l’isotélie (du grec ancien ἰσοτέλεια / isoteleia) est un privilège accordé par décret aux étrangers dans les cités grecques, les assimilant aux citoyens en matière d’impôt. Elle n est bien connue qu à Athènes. À Athènes Les… …   Wikipédia en Français

  • Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”